- δίκρεας
- δῐ-κρεας, τό,A double portion of meat,
νώτου SIG1025.53
([place name] Cos); also [full] δίκρεως μερίς ib.1013.5 ([place name] Chios);δύο μοίρας δίκρεως BCH37.195
(Chios, iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νώτου SIG1025.53
([place name] Cos); also [full] δίκρεως μερίς ib.1013.5 ([place name] Chios);δύο μοίρας δίκρεως BCH37.195
(Chios, iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek